μύαγρος

μύαγρος
μῠ-αγρος, ,
A mouser, a kind of snake. Nic.Th.490.
II = μελάμπυρος, Dsc.4.116, Plin.HN27.106.
III = μυάγρα 11, Ps.-Dsc. 2.125.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μύαγρος — mouser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύαγρος — ο (Α μύαγρος) νεοελλ. ζωολ. είδος πτηνού τής οικογένειας μυγοθήρες αρχ. 1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια 2. το φυτό μελάμπυρον 3. το φυτό μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος] …   Dictionary of Greek

  • μυάγρους — μύαγρος mouser masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • μυάγρου — μύαγρον mouse trap neut gen sg μύαγρος mouser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυάγρῳ — μύαγρον mouse trap neut dat sg μύαγρος mouser masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύαγρον — mouse trap neut nom/voc/acc sg μύαγρος mouser masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”